προειδοποίηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προειδοποίηση < προειδοποιώ + -ση
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pɾɔ.i.ðɔ.ˈpi.i.si/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
προειδοποίηση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του προειδοποιώ
[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις προειδοποιώ, προ, ειδοποιώ, είδος και ποιώ