προεισαγωγικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προεισαγωγικός < προεισαγωγή + -ικός < ελληνιστική κοινή προεισαγωγή < προεισᾰ́γω < αρχαία ελληνική πρό + εἰσάγω < ἄγω
Επίθετο[επεξεργασία]
προεισαγωγικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την προεισαγωγή ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά[επεξεργασία]
- προεισαγωγικά
- προεισαγωγικώς
- → δείτε τις λέξεις προεισάγω, εισάγω και άγω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προεισαγωγικός