προεισπράττω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προεισπράττω < ελληνιστική κοινή προσεισπράσσω[1] < αρχαία ελληνική εἰσπράσσω / εἰσπράττω < πράσσω / πράττω

Ρήμα[επεξεργασία]

προεισπράττω (παθητική φωνή: προεισπράττομαι)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  1. προεισπράσσω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.