προεκβολή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προεκβολή οι προεκβολές
      γενική της προεκβολής των προεκβολών
    αιτιατική την προεκβολή τις προεκβολές
     κλητική προεκβολή προεκβολές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προεκβολή < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

προεκβολή θηλυκό

  1. η προεξοχή
  2. (μαθηματικά) η υποθετική προέκταση δεδομένων

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]