προεκλαμψία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προεκλαμψία οι προεκλαμψίες
      γενική της προεκλαμψίας των προεκλαμψιών
    αιτιατική την προεκλαμψία τις προεκλαμψίες
     κλητική προεκλαμψία προεκλαμψίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προεκλαμψία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική preeclampsia < πρό + (ελληνιστική κοινήἔκλαμψις

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

προεκλαμψία θηλυκό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]