προεκλογικώς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- προεκλογικώς < προεκλογικός + -ώς
Επίρρημα
[επεξεργασία]προεκλογικώς
- κατά την προεκλογική περίοδο, πριν από τις εκλογές
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] προεκλογικώς
|
Πηγές
[επεξεργασία]- προεκλογικώς - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)