προεντείνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- προεντείνω < ελληνιστική κοινή προεντείνω
Ρήμα
[επεξεργασία]προεντείνω (παθητική φωνή: προεντείνομαι)
- (τεχνολογία) υποβάλλω τεχνητά ένα υλικό σε καταπόνηση, ώστε να ελέγξω την μελλοντική ασφάλειά του
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] προεντείνω
|