προεξάρχω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προεξάρχω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα[επεξεργασία]
προεξάρχω
- προηγούμαι, είμαι επικεφαλής
- αριστεύω σε έναν τομέα, ηγούμαι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προεξάρχω
|