προεξοφλήτρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προεξοφλήτρια < προεξοφλητής + -τρια
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
προεξοφλήτρια θηλυκό
- θηλυκό του προεξοφλητής
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προεξοφλήτρια
|