προεστηκώς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
Ονομαστική | προεστηκώς | προεστηκυῖα | προεστηκός | προεστηκότες | προεστηκυῖαι | προεστηκότα |
Γενική | προεστηκότος | προεστηκυίας | προεστηκότος | προεστηκότων | προεστηκυιῶν | προεστηκότων |
Δοτική | προεστηκότι | προεστηκυίᾳ | προεστηκότι | προεστηκόσι(ν) | προεστηκυίαις | προεστηκόσι(ν) |
Αιτιατική | προεστηκότα | προεστηκυῖαν | προεστηκός | προεστηκότας | προεστηκυίας | προεστηκότα |
Κλητική | προεστηκώς | προεστηκυῖα | προεστηκός | προεστηκότες | προεστηκυῖαι | προεστηκότα |
Δυικός | Αρσενικό-Ουδέτερο | Θηλυκό | ||||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | προεστηκότε | προεστηκυῖα | ||||
Γενική-Δοτική | προεστηκότοιν | προεστηκυίαιν |
Μετοχή[επεξεργασία]
προεστηκώς, -υῖα, -ός
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος προΐστημι