προεστώς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: προεστός

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προεστώς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική προεστώς

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

προεστώς αρσενικό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική προεστώς προεστῶσ τὸ προεστώς (προεστός)
      γενική τοῦ προεστῶτος τῆς προεστώσης τοῦ προεστῶτος
      δοτική τῷ προεστῶτ τῇ προεστώσ τῷ προεστῶτ
    αιτιατική τὸν προεστῶτ τὴν προεστῶσᾰν τὸ προεστώς (προεστός)
     κλητική ! προεστώς προεστῶσ προεστώς (προεστός)
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ προεστῶτες αἱ προεστῶσαι τὰ προεστῶτ
      γενική τῶν προεστώτων τῶν προεστωσῶν τῶν προεστώτων
      δοτική τοῖς προεστῶσῐ(ν) ταῖς προεστώσαις τοῖς προεστῶσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς προεστῶτᾰς τὰς προεστώσᾱς τὰ προεστῶτ
     κλητική ! προεστῶτες προεστῶσαι προεστῶτ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ προεστῶτε τὼ προεστώσ τὼ προεστῶτε
      γεν-δοτ τοῖν προεστώτοιν τοῖν προεστώσαιν τοῖν προεστώτοιν
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'τεθνεώς' όπως «τεθνεώς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή[επεξεργασία]

προεστώς, προεστῶσα, προεστεώς / προεστεός