προεόρτια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα προεόρτια
      γενική των προεόρτιων
    αιτιατική τα προεόρτια
     κλητική προεόρτια
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προεόρτια, ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου προεόρτιος στον πληθυντικό

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

προεόρτια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  1. οι ημέρες πριν από μία γιορτή καθώς και οι εορταστικές εκδηλώσεις κατά τη διάρκειά τους
  2. (μεταφορικά) τα γεγονότα που προηγούνται μιας εξέλιξης και την προαναγγέλλουν ή την προοικονομούν

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]