προεόρτιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προεόρτιος < (ελληνιστική κοινή) προεόρτιος < πρό + ἑορτή
Επίθετο[επεξεργασία]
προεόρτιος, -α, -ο
- που συμβαίνει πριν από μία γιορτή
- (ουσιαστικοποιημένο) ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό προεόρτια:
- οι ημέρες πριν από μία γιορτή καθώς και οι εορταστικές εκδηλώσεις κατά τη διάρκειά τους
- (μεταφορικά) τα γεγονότα που προηγούνται μιας εξέλιξης και την προαναγγέλλουν ή την προοικονομούν
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προεόρτιος
|