προθάλαμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | προθάλαμος | οι | προθάλαμοι |
γενική | του | προθάλαμου & προθαλάμου |
των | προθάλαμων & προθαλάμων |
αιτιατική | τον | προθάλαμο | τους | προθάλαμους & προθαλάμους |
κλητική | προθάλαμε | προθάλαμοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προθάλαμος < προ- + θάλαμος (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική antichambre)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
προθάλαμος αρσενικό
- (κυριολεκτικά) μικρός θάλαμος, δωμάτιο ή αίθουσα (υποδοχής ή αναμονής) που βρίσκεται πριν από την είσοδο σε κάποιον κυρίως χώρο
- (μεταφορικά) η θέση ή η περίοδος πριν περάσουμε σε κάποια επόμενη (ή ανώτερη)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη θάλαμος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προθάλαμος