προκάλυμμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το προκάλυμμα τα προκαλύμματα
      γενική του προκαλύμματος των προκαλυμμάτων
    αιτιατική το προκάλυμμα τα προκαλύμματα
     κλητική προκάλυμμα προκαλύμματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προκάλυμμα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

προκάλυμμα ουδέτερο

  • οτιδήποτε χρησιμεύει για προκάλυψη ( προκαλύπτω = προφυλάγω κάτι αποκρύβοντάς το)

(μτφ)= πρόσχημα, πρόφαση

Μεταφράσεις[επεξεργασία]