προκάρδιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- προκάρδιος < προκάρδιο < (ελληνιστική κοινή) προκάρδιον < πρό + καρδία
Επίθετο
[επεξεργασία]προκάρδιος, -α, -ο
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] προκάρδιος