προκάρδιος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προκάρδιος η προκάρδια το προκάρδιο
      γενική του προκάρδιου της προκάρδιας του προκάρδιου
    αιτιατική τον προκάρδιο την προκάρδια το προκάρδιο
     κλητική προκάρδιε προκάρδια προκάρδιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προκάρδιοι οι προκάρδιες τα προκάρδια
      γενική των προκάρδιων των προκάρδιων των προκάρδιων
    αιτιατική τους προκάρδιους τις προκάρδιες τα προκάρδια
     κλητική προκάρδιοι προκάρδιες προκάρδια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προκάρδιος < προκάρδιο < (ελληνιστική κοινήπροκάρδιον < πρό + καρδία

Επίθετο[επεξεργασία]

προκάρδιος, -α, -ο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]