προκάτ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προκάτ < προκατ ασκευασμένος

Επίθετο[επεξεργασία]

προκάτ άκλιτο

  • που είναι προκατασκευασμένος
    ※  Σε μια κονσερβαρισμένη τηλεόραση, αυστηρά λογοκρινόμενη, ήταν η πρώτη φορά που προβαλλόταν μια εκπομπή «ωμού ρεαλισμού» , χωρίς προκάτ ερωτήσεις ή προκάτ απαντήσεις. (Πετρος Τατσόπουλος, Νεοέλληνες: πορτρέτα, 2007, σελ. 234)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]