προκαθήμενος
(Ανακατεύθυνση από προκαθημένου)
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | προκαθήμενος | οι | προκαθήμενοι |
γενική | του | προκαθήμενου & προκαθημένου |
των | προκαθήμενων & προκαθημένων |
αιτιατική | τον | προκαθήμενο | τους | προκαθήμενους & προκαθημένους |
κλητική | προκαθήμενε | προκαθήμενοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προκαθήμενος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή προκαθήμενοι (άρχοντες) < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος προκάθημαι[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pɾo.kaˈθi.me.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐κα‐θή‐με‐νος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
προκαθήμενος αρσενικό
- (θρησκεία) ο επικεφαλής κληρικός μιας εκκλησίας
- ※ [...] με την εν λόγω δήλωση, ο Προκαθήμενος της Ελλαδικής Εκκλησίας τοποθετείται δημοσίως για πρώτη φορά αναφορικά με τις προθέσεις του για το μέλλον του στο τιμόνι της Εκκλησίας της Ελλάδος. (Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος: Θα ήθελα να παραιτηθώ την κατάλληλη ώρα, Ναυτεμπορική, 23 Νοεμβρίου 2019)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προκαθήμενος
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ προκαθήμενος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδινάλιος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Μετοχές παθητικού παρακειμένου (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Θρησκεία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)