προκαθορισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προκαθορισμός < προκαθορίζω (προκαθορισ-) + -μός[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pɾo.ka.θo.ɾiˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐κα‐θο‐ρι‐σμός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
προκαθορισμός αρσενικό
- η ενέργεια του προκαθορίζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προκαθορισμός
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ προκαθορισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας