προκαλυπτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προκαλυπτικός < προκαλύπτω + -τικός
Επίθετο[επεξεργασία]
προκαλυπτικός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προκαλυπτικός
|