προκατασκευή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προκατασκευή < {el πριν=προ(πρόθεμα)+ κατασκευή σύνθετη από el κατά + σκεύος=σκεύασμα=σκευή}
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
προκατασκευή θηλυκό
- η κατασκευή εκ των προτέρων
- η κατασκευή μέρους ενός κτηρίου στις εγκαταστάσεις μιας εταιρείας ώστε να μεταφερθεί και να τοποθετηθεί έτοιμο στον τόπο της τελικής του εγκατάστασης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προκατασκευή