προκατασκευή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προκατασκευή οι προκατασκευές
      γενική της προκατασκευής των προκατασκευών
    αιτιατική την προκατασκευή τις προκατασκευές
     κλητική προκατασκευή προκατασκευές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προκατασκευή < {el πριν=προ(πρόθεμα)+ κατασκευή σύνθετη από el κατά + σκεύος=σκεύασμα=σκευή}

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

προκατασκευή θηλυκό

  1. η κατασκευή εκ των προτέρων
  2. η κατασκευή μέρους ενός κτηρίου στις εγκαταστάσεις μιας εταιρείας ώστε να μεταφερθεί και να τοποθετηθεί έτοιμο στον τόπο της τελικής του εγκατάστασης

Μεταφράσεις[επεξεργασία]