προκατειλημμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προκατειλημμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου προκαταλαμβάνω
Μετοχή[επεξεργασία]
προκατειλημμένος, -η, -ο
- που έχει διαμορφώσει εκ των προτέρων άποψη για ένα πρόσωπο ή θέμα και επομένως δύσκολα την αλλάζει· που έχει προκατάληψη
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις προκαταλαμβάνω, καταλαμβάνω και λαμβάνω