προκβαντικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία el[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
προκβαντικός αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο - (φυσική)
- νευτώνειος, που αφορά την κλασική-νευτώνεια μηχανική
- προκβαντική-κλασική μηχανική