προκηρυγμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προκηρυγμένος η προκηρυγμένη το προκηρυγμένο
      γενική του προκηρυγμένου της προκηρυγμένης του προκηρυγμένου
    αιτιατική τον προκηρυγμένο την προκηρυγμένη το προκηρυγμένο
     κλητική προκηρυγμένε προκηρυγμένη προκηρυγμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προκηρυγμένοι οι προκηρυγμένες τα προκηρυγμένα
      γενική των προκηρυγμένων των προκηρυγμένων των προκηρυγμένων
    αιτιατική τους προκηρυγμένους τις προκηρυγμένες τα προκηρυγμένα
     κλητική προκηρυγμένοι προκηρυγμένες προκηρυγμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προκηρυγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου προκηρύσσω και προκηρύχνω

Μετοχή[επεξεργασία]

προκηρυγμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]