προκύπτων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | προκύπτων | η | προκύπτουσα | το | προκύπτον |
γενική | του | προκύπτοντος | της | προκύπτουσας & προκυπτούσης* |
του | προκύπτοντος |
αιτιατική | τον | προκύπτοντα | την | προκύπτουσα | το | προκύπτον |
κλητική | προκύπτων | προκύπτουσα | προκύπτον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | προκύπτοντες | οι | προκύπτουσες | τα | προκύπτοντα |
γενική | των | προκυπτόντων | των | προκυπτουσών | των | προκυπτόντων |
αιτιατική | τους | προκύπτοντες | τις | προκύπτουσες | τα | προκύπτοντα |
κλητική | προκύπτοντες | προκύπτουσες | προκύπτοντα | |||
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «απάδων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προκύπτων < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική προκύπτων, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος προκύπτω
Μετοχή[επεξεργασία]
προκύπτων, -ουσα, -ον
- που προκύπτει
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
προκύπτων, -ουσα, -ον
- μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος προκύπτω
Κατηγορίες:
- Μετοχές που κλίνονται όπως η ομάδα 'τρέχων' (νέα ελληνικά)
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'απάδων' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Μετοχές ενεργητικού ενεστώτα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Μετοχές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές ενεργητικού ενεστώτα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)