προλεταριακά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- προλεταριακά < προλεταριακός + -ά
Επίρρημα
[επεξεργασία]προλεταριακά
- με προλεταριακό τρόπο, κε τον τρόπο των προλεταρίων
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] προλεταριακά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]προλεταριακά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του προλεταριακός
Πηγές
[επεξεργασία]- προλεταριακά - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)