προμάμμη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | προμάμμη | οι | προμάμμες |
γενική | της | προμάμμης | — | |
αιτιατική | την | προμάμμη | τις | προμάμμες |
κλητική | προμάμμη | προμάμμες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προμάμμη < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή προμάμμη < προ- + μάμμη (στην ελληνιστική σημασία: γιαγιά)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pɾoˈma.mi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐μάμ‐μη
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
προμάμμη θηλυκό
- (οικογένεια) η προγιαγιά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προμάμμη
|
Πηγές[επεξεργασία]
- προμάμμη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | προμάμμη | αἱ | ...?...αι | ||||
γενική | τῆς | προμάμμης | τῶν | προμαμμῶν | ||||
δοτική | τῇ | προμάμμῃ | ταῖς | προμάμμαις | ||||
αιτιατική | τὴν | προμάμμην | τὰς | προμάμμᾱς | ||||
κλητική ὦ! | προμάμμη | ...?...αι | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | προμάμμᾱ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | προμάμμαιν | ||||||
Δεν υπάρχουν πληροφορίες για την προσωδία του δίχρονου φωνήεντος στην παραλήγουσα. Δεν γνωρίζουμε πώς τονίζεται η ονομαστική πληθυντικού. | ||||||||
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'γνώμη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
προμάμμη θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή, οικογένεια) η προγιαγιά, προμάμμη
Πηγές[επεξεργασία]
- προμάμμη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ζέστη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα προ- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Οικογένεια (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με αρχαίες κλίσεις (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'γνώμη' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'γνώμη' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά θηλυκά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά θηλυκά παροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις παροξύτονες (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με άγνωστη προσωδία (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'γνώμη' με άγνωστη προσωδία (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με πρόθημα προ- (ελληνιστική κοινή)
- Ελληνιστική κοινή
- Ουσιαστικά (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Οικογένεια (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)