προμήθεια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προμήθεια < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
προμήθεια θηλυκό
- η ενέργεια με την οποιά προμηθεύομαι κάτι
- (στον πληθυντικό) τα αγαθά που προμηθεύομαι