προμήνυμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το προμήνυμα τα προμηνύματα
      γενική του προμηνύματος των προμηνυμάτων
    αιτιατική το προμήνυμα τα προμηνύματα
     κλητική προμήνυμα προμηνύματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προμήνυμα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

προμήνυμα ουδέτερο

  1. το προειδοποιητικό σημάδι, προάγγελμα ότι κάτι πρόκειται να συμβεί
  2. η μαντική προαίσθηση

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ δείτε τη λέξη προμηνύω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]