προμετωπίς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προμετωπίς < προ- + μετωπίς < αρχαία ελληνική μέτωπον [1]
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: προμετωπίδα (με άλλη σημασία)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

προμετωπίς θηλυκό

Σημειώσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

Πηγές[επεξεργασία]