προμηθεϊκός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
προμηθεϊκός, -ή, -ό
- σχετικός με τον Προμηθέα
- προνοητικός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προμηθεϊκός
|