προμηθεύτρια
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- προμηθεύτρια < προμηθευτής + -τρια
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]προμηθεύτρια θηλυκό
- (επάγγελμα) θηλυκό του προμηθευτής
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] προμηθεύτρια