προμνησία
Εμφάνιση
(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]προμνησία θηλυκό
- το ντεζά βι, η αίσθηση ότι κάποιος έχει δει ή βιώσει ξανά στο παρελθόν μία κατάσταση
- ※ Ο όρος déjà vou (προμνησία) περιγράφει την αίσθηση ότι κάποιος έχει δει ή βιώσει ξανά στο παρελθόν μία κατάσταση. Το φαινόμενο είναι αρκετά συχνό κι έρευνες έδειξαν ότι περισσότερο από το 70% των ανθρώπων το έχουν βιώσει τουλάχιστον μία φορά στη ζωή τους.
- Γιάννης Μάρκοβιτς, Synenochoi, (2017), Εκδότης: Lulu.com, σελ. 15 @google.books
- ※ Σκέφτηκα γρήγορα: Αν επαναλάβω ότι ξέρω αυτό το δωμάτιο, θα συμπεράνουν «προμνησία: σύμπτωμα σχιζοφρένειας»· γι' αυτό σιώπησα. Ωστόσο, είχα déjà vu. Ο μπαμπάς και η μαμά απέδωσαν την απόπειρα αυτοκτονίας στο ότι ο Παύλος έφυγε για το Λονδίνο.
- Σώτη Τριανταφύλλου, Για την αγάπη της γεωμετρίας, (2016), Αθήνα, Εκδόσεις: Πατάκη, @google.books
- ※ Ο όρος déjà vou (προμνησία) περιγράφει την αίσθηση ότι κάποιος έχει δει ή βιώσει ξανά στο παρελθόν μία κατάσταση. Το φαινόμενο είναι αρκετά συχνό κι έρευνες έδειξαν ότι περισσότερο από το 70% των ανθρώπων το έχουν βιώσει τουλάχιστον μία φορά στη ζωή τους.
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
προμνησία στη Βικιπαίδεια