Μετάβαση στο περιεχόμενο

προνοέω

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
προνοέω < προ- + νοέω

προνοέω

  1. προβλέπω, αντιλαμβάνομαι εκ των προτέρων
  2. προνοώ, σχεδιάζω εκ των προτέρων