προνομοθετημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προνομοθετημένος < προ- + νομοθετημένος
Μετοχή[επεξεργασία]
προνομοθετημένος
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προνομοθετημένος
|