προνόμιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- προνόμιο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή προνόμιον[1] < πρό + νόμος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /pɾoˈno.mi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐νό‐μι‐ο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]προνόμιο ουδέτερο
- δικαίωμα ή αγαθό που ανήκει ή έχει παραχωρηθεί σε κάποιον ή κάποιους κατ' εξαίρεση
- ⮡ ο Σουλτάνος Μωάμεθ Β΄ παραχώρησε προνόμια στο Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης
- αγαθό που το απολαμβάνουν συγκεκριμένα άτομα ή ομάδα ή κοινωνική τάξη
- ⮡ πριν τον 20ό αιώνα η ενασχόληση με την επιστήμη ήταν αποκλειστικά ανδρικό προνόμιο
- ⮡ η εκπαίδευση δεν είναι πια προνόμιο των λίγων
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] προνόμιο
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ προνόμιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)