προξενέω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προξενέω < πρόξεν(ος) + • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /prok.se.né.ɔː/ προφορά του 5ου αιώνα πκε
Ρήμα[επεξεργασία]
προξενέω, συνηρημένο προξενῶ
- είμαι πρόξενος (μιας πόλης)
- επιφέρω κάτι ως αποτέλεσμα για κάποιον άλλον, προξενώ
- συστήνω ή συνιστώ κάποιον σε κάποιον άλλον
Πηγές[επεξεργασία]
- προξενέω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- προξενέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.