προξενιό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | προξενιό | τα | προξενιά |
γενική | του | προξενιού | των | προξενιών |
αιτιατική | το | προξενιό | τα | προξενιά |
κλητική | προξενιό | προξενιά | ||
όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προξενιό < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
προξενιό ουδέτερο
- το συνοικέσιο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προξενιό
→ δείτε τη λέξη συνοικέσιο |