προοίμιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το προοίμιο τα προοίμια
      γενική του προοίμιου
προοιμίου
των προοίμιων
προοιμίων
    αιτιατική το προοίμιο τα προοίμια
     κλητική προοίμιο προοίμια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προοίμιο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική προοίμιον

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pɾoˈi.mi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προ‐οί‐μι‐ο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

προοίμιο ουδέτερο

  1. η εισαγωγή, ο πρόλογος, πχ σε ένα ποιητικό έργο
    το προοίμιο της Ιλιάδας
  2. (γενικότερα) η απαρχή μιας ευρύτερης ακολουθίας που προαναγγέλλει τα επόμενα
    προοίμιο μανίας

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]