προοδευτισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προοδευτισμός < προοδευτικός + -ισμός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
προοδευτισμός αρσενικό
- (πολιτική) πολιτική ιδεολογική τάση που υποστηρίζει νέα μορφώματα στην πολιτική και κοινωνική οργάνωση, σε αντιδιαστολή με το συντηρητισμό
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προοδευτισμός