προολκέας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προολκέας < καθαρεύουσα προολκεύς < προολκή < ελληνιστική κοινή προέλκω < αρχαία ελληνική πρό + ἕλκω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
προολκέας αρσενικό
- (παρωχημένο) εξάρτημα που προσαρμόζεται στο αλέτρι και ρυθμίζει το βάθος του οργώματος
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προολκέας
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'αμφορέας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)