προορίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προορίζω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή προορίζω < προ- + αρχαία ελληνική ὁρίζω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pɾo.oˈɾi.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προ‐ο‐ρί‐ζω

Ρήμα[επεξεργασία]

προορίζω, αόρ.: προόρισα, παθ.φωνή: προορίζομαι, π.αόρ.: προορίστηκα/-σθηκα, μτχ.π.π.: προορισμένος

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις προ, ορίζω και όρος

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προορίζω < προ- + αρχαία ελληνική ὁρίζω

Ρήμα[επεξεργασία]

προορίζω

Πηγές[επεξεργασία]