προπάτορας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο προπάτορας οι προπάτορες
      γενική του προπάτορα των προπατόρων
    αιτιατική τον προπάτορα τους προπάτορες
     κλητική προπάτορα προπάτορες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προπάτορας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική προπάτωρ[1] < πρό + πατήρ

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pɾoˈpa.to.ɾas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προ‐πά‐το‐ρας

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

προπάτορας αρσενικό

  1. ο (απώτερος) πρόγονος
  2. ο γενάρχης
  3. (θρησκεία) ο πρωτόπλαστος

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]