προπέτεια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- προπέτεια < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική προπέτεια[1] < προπετής < προπίπτω < πρό + πίπτω
Αναφορές
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /pɾoˈpe.ti.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐πέ‐τει‐α
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]προπέτεια θηλυκό
- (λόγιο) το να είναι κάποιος προπετής, να έχει συμπεριφορά που χαρακτηρίζεται από λόγο αυθάδη, χωρίς προηγούμενη σκέψη
- ≈ συνώνυμα: αδολεσχία, απερισκεψία, αυθάδεια, θρασύτητα
- ≠ αντώνυμα: περίσκεψη, σωφροσύνη
- ※ Σὲ ἐρωτῶ λοιπὸν ἄνευ τῆς παραμικρᾶς προπετείας ἂν θὰ ἐδίσταζες νὰ βἀλεις τὴν ὑπογραφή σου. (Ν(ίκος) Δ. Τριανταφυλλόπουλος, ποιητική συλλογή Τὸ βαθὺ πηγάδι ἢ ἐκρήξεις συναφῶν φωτοβολίδων, Ἀθήνα 1989)
- (ανατομία) προεξοχή του προσώπου ή σε κάποιο μέρος του κρανίου
- ⮡ προπέτεια της γνάθου
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κρανιακή προεξοχή
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ προπέτεια - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θάλασσα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα ποίησης (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Ανατομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)