προπαγάνδιση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προπαγάνδιση οι προπαγανδίσεις
      γενική της προπαγάνδισης* των προπαγανδίσεων
    αιτιατική την προπαγάνδιση τις προπαγανδίσεις
     κλητική προπαγάνδιση προπαγανδίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, προπαγανδίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προπαγάνδιση < προπαγανδίζω + -ση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

προπαγάνδιση θηλυκό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]