προπαρασκευαστικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προπαρασκευαστικός η προπαρασκευαστική το προπαρασκευαστικό
      γενική του προπαρασκευαστικού της προπαρασκευαστικής του προπαρασκευαστικού
    αιτιατική τον προπαρασκευαστικό την προπαρασκευαστική το προπαρασκευαστικό
     κλητική προπαρασκευαστικέ προπαρασκευαστική προπαρασκευαστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προπαρασκευαστικοί οι προπαρασκευαστικές τα προπαρασκευαστικά
      γενική των προπαρασκευαστικών των προπαρασκευαστικών των προπαρασκευαστικών
    αιτιατική τους προπαρασκευαστικούς τις προπαρασκευαστικές τα προπαρασκευαστικά
     κλητική προπαρασκευαστικοί προπαρασκευαστικές προπαρασκευαστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προπαρασκευαστικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή προπαρασκευαστικός (που προετοιμάζει), σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική préparatoire [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pɾo.pa.ɾa.sce.va.stiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προ‐πα‐ρα‐σκευ‐α‐στι‐κός

Επίθετο[επεξεργασία]

προπαρασκευαστικός, -ή, -ό

Παράγωγα[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • προπαρασκευαστικές ενέργειες (νομική) ενέργειες που προετοιμάζουν εγκληματική πράξη

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προπαρασκευαστικός < αρχαία ελληνική προπαρασκευάζω, προπαρασκευασ- + -τικός. Μορφορολογικά, προ- + αρχαία ελληνική παρασκευαστικός

Επίθετο[επεξεργασία]

προπαρασκευαστικός, -ή, -όν

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις παρασκευάζω, σκευή και σκεῦος

Κλίση[επεξεργασία]

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική προπαρασκευαστικός προπαρασκευαστική τὸ προπαρασκευαστικόν
      γενική τοῦ προπαρασκευαστικοῦ τῆς προπαρασκευαστικῆς τοῦ προπαρασκευαστικοῦ
      δοτική τῷ προπαρασκευαστικ τῇ προπαρασκευαστικ τῷ προπαρασκευαστικ
    αιτιατική τὸν προπαρασκευαστικόν τὴν προπαρασκευαστικήν τὸ προπαρασκευαστικόν
     κλητική ! προπαρασκευαστικέ προπαρασκευαστική προπαρασκευαστικόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ προπαρασκευαστικοί αἱ προπαρασκευαστικαί τὰ προπαρασκευαστικᾰ́
      γενική τῶν προπαρασκευαστικῶν τῶν προπαρασκευαστικῶν τῶν προπαρασκευαστικῶν
      δοτική τοῖς προπαρασκευαστικοῖς ταῖς προπαρασκευαστικαῖς τοῖς προπαρασκευαστικοῖς
    αιτιατική τοὺς προπαρασκευαστικούς τὰς προπαρασκευαστικᾱ́ς τὰ προπαρασκευαστικᾰ́
     κλητική ! προπαρασκευαστικοί προπαρασκευαστικαί προπαρασκευαστικᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ προπαρασκευαστικώ τὼ προπαρασκευαστικᾱ́ τὼ προπαρασκευαστικώ
      γεν-δοτ τοῖν προπαρασκευαστικοῖν τοῖν προπαρασκευαστικαῖν τοῖν προπαρασκευαστικοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Πηγές[επεξεργασία]