προπηλακισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο προπηλακισμός οι προπηλακισμοί
      γενική του προπηλακισμού των προπηλακισμών
    αιτιατική τον προπηλακισμό τους προπηλακισμούς
     κλητική προπηλακισμέ προπηλακισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προπηλακισμός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική προπηλακισμός (υβριστική συμπεριφορά) < αρχαία ελληνική προπηλακίζω (ρίχνω λάσπη)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pɾo.pi.la.ciˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προ‐πη‐λα‐κι‐σμός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

προπηλακισμός αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]