προπληρωμένη κάρτα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προπληρωμένη κάρτα οι προπληρωμένες κάρτες
      γενική της προπληρωμένης κάρτας των προπληρωμένων καρτών
    αιτιατική την προπληρωμένη κάρτα τις προπληρωμένες κάρτες
     κλητική προπληρωμένη κάρτα προπληρωμένες κάρτες
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Δείγμα προπληρωμένης κάρτας

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προπληρωμένη κάρτα < προπληρωμένη + κάρτα, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική prepaid card

Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]

προπληρωμένη κάρτα θηλυκό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]