προπονέω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
προπονέω
- εργάζομαι, κοπιάζω, μοχθώ προηγουμένως
- κουράζομαι πιο πριν
- υποφέρω πιο πριν
- (μεταβατικό) κουράζω πιο πριν