προπύλαια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προπύλαια < αρχαία ελληνική προπύλαια
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
προπύλαια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- ο ειδικά διαμορφωμένος χώρος μπροστά από την επίσημη, κεντρική είσοδο των αρχαίων ναών
- ο χώρος μπροστά από σύγχρονα κτίρια που έχουν αρχαιοπρεπή αρχιτεκτονική και κάποια ιερότητα ή φιλοξενούν δραστηριότητες που εμπνέουν σεβασμό
- τα προπύλαια του Πανεπιστημίου, της Ακρόπολης
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τα προπύλαια και το προπύλαιον
- η είσοδος των ναών και των θεάτρων
- ἀνέθηκαν τέθριππον.. ἕστηκε πρῶτον ἐσιόντι ἐς τὰ προπύλαια
- ἐπεὶ δὲ παρὰ τὸ προπύλαιον τοῦ Διονύσου ἦν
- τῷ μὲν ἐν Μέμφει θεῷ τὸ πρὸς ἕω προπύλαιον κατεσκεύασε
[επεξεργασία]
- προπύλαιος,η,ον
- πρόπυλο